Jean-Michel Folon
2. Η ιστορική διαδρομή του πανεπιστημίου
1. Που πάει η ανθρωπότητα;
Τους τελευταίους αιώνες η ανθρώπινη τεχνολογία δημιούργησε δυνάμεις που είναι συγκρίσιμες, σε μέγεθος και έκταση, με τις φυσικές δυνάμεις. Στο παρελθόν αλλά και σήμερα, πολλές φορές, η χρήση τους βρέθηκε και βρίσκεται υπό τον έλεγχο επιστημόνων, κυβερνήσεων ή κέντρων που ή είναι κοινωνικά ανεξέλεγκτα ή δρουν επικίνδυνα για τον άνθρωπο, την κοινωνία, την ζωή και τον πλανήτη. Και ενώ η ιστορία αλλά και η σύγχρονη πραγματικότητα έχουν να αναφέρουν πολλά τέτοια παραδείγματα, τίποτα δεν διαφαίνεται που να προδιαγράφει ότι η άλογη αυτή χρήση δεν θα συνεχισθεί στο μέλλον.
Επί πλέον, στις σημερινές συνθήκες της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης και των αλλαγών που επιβάλλονται από τον καταναλωτισμό και την ανταγωνιστικότητα της αγοράς, την παγκοσμιοποίηση και την πολιτική, οι άνθρωποι και οι οργανωμένες κοινωνίες τους καλούνται να αντιμετωπίσουν και να αναμετρηθούν με προβλήματα μεγάλης τάξης, προβλήματα παγκόσμια, κοινωνικά, οικολογικά, διατροφικά, αλλά και κάθε άλλης μορφής, πρωτογενή ή επακόλουθα αυτής της εξέλιξης.
Κατά τον Edgar Moren, η γη παρομοιάζεται με ένα διαστημόπλοιο στο οποίο επιβαίνει η ανθρωπότητα. Την κίνηση σ’ αυτό το διαστημόπλοιο την δίνουν τέσσερις μηχανές: οι επιστήμες, η τεχνική, η οικονομία και το κέρδος, οι οποίες έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και κατευθύνουν το διαστημόπλοιο στον όλεθρο χωρίς κανείς να μπορεί να το ελέγξει.
Το μέγεθος των προβλημάτων, η έκτασή τους και το ανεξέλεγκτό τους, δημιουργεί πλέον ορατούς κινδύνους απρόβλεπτων και ανεπανόρθωτων εξελίξεων για την ζωή στον πλανήτη.
Η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει τάχιστα την φιλοσοφική και κριτική προσέγγιση, τον έλεγχο της οργανωμένης κοινωνίας και τον αυτοέλεγχο του πολίτη.
Η επιστημονική κοινότητα και το πανεπιστήμιο, στην Ευρώπη αλλά και παγκόσμια, ως φορείς της γνώσης αλλά και ως εκ του ρόλου τους στην κοινωνική πυραμίδα, μπορούν και πρέπει να αναλάβουν μία συντονισμένη προσπάθεια συνειδητοποίησης αυτών των προβλημάτων, κατ’ αρχήν από την ίδια την επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία ευρύτερα. Τα ανώτατα Ιδρύματα, ως κατ’ εξοχήν φορείς της γνώσης και της πνευματικότητας, πρέπει να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην προστασία του πλανήτη και της ζωής πάνω σ’ αυτόν, των κοινωνικών κατακτήσεων, της ποιότητας της ζωής και των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Τους τελευταίους αιώνες η ανθρώπινη τεχνολογία δημιούργησε δυνάμεις που είναι συγκρίσιμες, σε μέγεθος και έκταση, με τις φυσικές δυνάμεις. Στο παρελθόν αλλά και σήμερα, πολλές φορές, η χρήση τους βρέθηκε και βρίσκεται υπό τον έλεγχο επιστημόνων, κυβερνήσεων ή κέντρων που ή είναι κοινωνικά ανεξέλεγκτα ή δρουν επικίνδυνα για τον άνθρωπο, την κοινωνία, την ζωή και τον πλανήτη. Και ενώ η ιστορία αλλά και η σύγχρονη πραγματικότητα έχουν να αναφέρουν πολλά τέτοια παραδείγματα, τίποτα δεν διαφαίνεται που να προδιαγράφει ότι η άλογη αυτή χρήση δεν θα συνεχισθεί στο μέλλον.
Επί πλέον, στις σημερινές συνθήκες της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης και των αλλαγών που επιβάλλονται από τον καταναλωτισμό και την ανταγωνιστικότητα της αγοράς, την παγκοσμιοποίηση και την πολιτική, οι άνθρωποι και οι οργανωμένες κοινωνίες τους καλούνται να αντιμετωπίσουν και να αναμετρηθούν με προβλήματα μεγάλης τάξης, προβλήματα παγκόσμια, κοινωνικά, οικολογικά, διατροφικά, αλλά και κάθε άλλης μορφής, πρωτογενή ή επακόλουθα αυτής της εξέλιξης.
Κατά τον Edgar Moren, η γη παρομοιάζεται με ένα διαστημόπλοιο στο οποίο επιβαίνει η ανθρωπότητα. Την κίνηση σ’ αυτό το διαστημόπλοιο την δίνουν τέσσερις μηχανές: οι επιστήμες, η τεχνική, η οικονομία και το κέρδος, οι οποίες έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και κατευθύνουν το διαστημόπλοιο στον όλεθρο χωρίς κανείς να μπορεί να το ελέγξει.
Το μέγεθος των προβλημάτων, η έκτασή τους και το ανεξέλεγκτό τους, δημιουργεί πλέον ορατούς κινδύνους απρόβλεπτων και ανεπανόρθωτων εξελίξεων για την ζωή στον πλανήτη.
Η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει τάχιστα την φιλοσοφική και κριτική προσέγγιση, τον έλεγχο της οργανωμένης κοινωνίας και τον αυτοέλεγχο του πολίτη.
Η επιστημονική κοινότητα και το πανεπιστήμιο, στην Ευρώπη αλλά και παγκόσμια, ως φορείς της γνώσης αλλά και ως εκ του ρόλου τους στην κοινωνική πυραμίδα, μπορούν και πρέπει να αναλάβουν μία συντονισμένη προσπάθεια συνειδητοποίησης αυτών των προβλημάτων, κατ’ αρχήν από την ίδια την επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία ευρύτερα. Τα ανώτατα Ιδρύματα, ως κατ’ εξοχήν φορείς της γνώσης και της πνευματικότητας, πρέπει να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην προστασία του πλανήτη και της ζωής πάνω σ’ αυτόν, των κοινωνικών κατακτήσεων, της ποιότητας της ζωής και των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
2. Η ιστορική διαδρομή του πανεπιστημίου
Το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι ιστορικά μία υπόθεση κυρίως ευρωπαϊκή και αποτέλεσε εδώ και αιώνες, τον σημαντικότερο θεσμό ανάπτυξης και διάδοσης της γνώσης και της κουλτούρας, όχι μόνον στις ευρωπαϊκές αλλά και στις κοινωνίες όλου του κόσμου. Αποτελεί την ανώτερη βαθμίδα κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, στην οποία η επιστημονική γνώση αναπτύσσεται στην κορυφαία της μορφή.
Από την εμφάνισή του –τον 11ο αιώνα- στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ακολούθησε μια πορεία διάχυσης και εκδημοκρατισμού της γνώσης, σε μία απ’ ευθείας σχέση με τις κοινωνικές κατακτήσεις και τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παράλληλα απετέλεσε χώρο αμφισβήτησης και κριτικής τόσο των κατεστημένων αντιλήψεων και θεωριών, όσο και της κρατικής εξουσίας.
Στηριζόμενο στο εκπαιδευτικό μοντέλο του Humboldt, που θέλει την ανθρωπιστική διάσταση βασικό στοιχείο των σπουδών, και την μετάδοση της κουλτούρας στους φοιτητές να συναποτελεί, μαζί με την επαγγελματική εκπαίδευση και την επιστημονική έρευνα, το τρίπτυχο της ανώτατης παιδείας, το πανεπιστήμιο κατάφερε να προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες στην εξέλιξη και την πρόοδο της ευρωπαϊκής κοινωνίας και της ανθρωπότητας γενικότερα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί μέχρι σήμερα έναν πολύ βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των αξιών της ζωής. Στην εποχή μας, κάτω από το βάρος των τεχνολογικών εξελίξεων, της συσσώρευσης των γνώσεων, των νόμων της αγοράς και της πολιτικής, το σύγχρονο πανεπιστήμιο οδηγείται, όλο και περισσότερο, σε ένα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας, το επιχειρησιακό, όπου κυριαρχούν πλέον, σε βάρος της ολοκληρωμένης παιδείας και της πνευματικότητας, η γρήγορη και φτηνή επαγγελματική διέξοδος, οι αξίες της αγοράς, η εξειδίκευση, η επιχειρηματικότητα, η εφαρμοσμένη και κυρίως η οικονομικά αποδοτική έρευνα, ο ανταγωνισμός και η αξιολόγηση με κριτήρια κατ’ εξοχήν οικονομικά και εξωακαδημαϊκά. Το μοντέλο αυτό του πανεπιστημίου, που αναπτύχθηκε πρωτίστως στην Αμερική, τείνει να υιοθετηθεί παγκοσμίως εκτοπίζοντας το ευρωπαϊκό μοντέλο.
Από την εμφάνισή του –τον 11ο αιώνα- στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ακολούθησε μια πορεία διάχυσης και εκδημοκρατισμού της γνώσης, σε μία απ’ ευθείας σχέση με τις κοινωνικές κατακτήσεις και τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παράλληλα απετέλεσε χώρο αμφισβήτησης και κριτικής τόσο των κατεστημένων αντιλήψεων και θεωριών, όσο και της κρατικής εξουσίας.
Στηριζόμενο στο εκπαιδευτικό μοντέλο του Humboldt, που θέλει την ανθρωπιστική διάσταση βασικό στοιχείο των σπουδών, και την μετάδοση της κουλτούρας στους φοιτητές να συναποτελεί, μαζί με την επαγγελματική εκπαίδευση και την επιστημονική έρευνα, το τρίπτυχο της ανώτατης παιδείας, το πανεπιστήμιο κατάφερε να προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες στην εξέλιξη και την πρόοδο της ευρωπαϊκής κοινωνίας και της ανθρωπότητας γενικότερα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί μέχρι σήμερα έναν πολύ βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των αξιών της ζωής. Στην εποχή μας, κάτω από το βάρος των τεχνολογικών εξελίξεων, της συσσώρευσης των γνώσεων, των νόμων της αγοράς και της πολιτικής, το σύγχρονο πανεπιστήμιο οδηγείται, όλο και περισσότερο, σε ένα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας, το επιχειρησιακό, όπου κυριαρχούν πλέον, σε βάρος της ολοκληρωμένης παιδείας και της πνευματικότητας, η γρήγορη και φτηνή επαγγελματική διέξοδος, οι αξίες της αγοράς, η εξειδίκευση, η επιχειρηματικότητα, η εφαρμοσμένη και κυρίως η οικονομικά αποδοτική έρευνα, ο ανταγωνισμός και η αξιολόγηση με κριτήρια κατ’ εξοχήν οικονομικά και εξωακαδημαϊκά. Το μοντέλο αυτό του πανεπιστημίου, που αναπτύχθηκε πρωτίστως στην Αμερική, τείνει να υιοθετηθεί παγκοσμίως εκτοπίζοντας το ευρωπαϊκό μοντέλο.
3. Ο Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης
Στις διακηρύξεις της Σορβόννης και της Μπολόνια, αποτυπώνεται με σαφή τρόπο η αναγκαιότητα να βασιστεί η μελλοντική ανάπτυξη της Ευρώπης και η θέση της στο διεθνές οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, πάνω στην ανώτατη παιδεία της. Διαπιστώνεται επίσης ότι αυτό, στις σύγχρονες παγκόσμιες πραγματικότητες, αποτελεί και τον μοναδικό τρόπο διαφύλαξης των οικονομικών και κοινωνικών κατακτήσεων της Ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Προς τούτο προτείνεται η πραγματοποίηση οικονομικών επενδύσεων και η εφαρμογή πολιτικών για την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (EHEA), για την διεύρυνση της πρόσβασης των Ευρωπαίων πολιτών και των πολιτών όλου του κόσμου σ’ αυτήν, και για την βελτίωση της ποιότητάς της.
Παράλληλα από τότε, σε όλες τις συναντήσεις εργασίας και τις διακηρύξεις που έγιναν και παρακολουθούν εξειδικεύοντας την πρόοδο για την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, γίνεται μνεία για την ανάγκη οικοδόμησης της Ευρώπης πάνω σε μία ανώτατη παιδεία που αποτελεί δημόσιο αγαθό και δημόσια ευθύνη, που θα στηρίζεται και θα προάγει –πέραν της επιστήμης και της τεχνολογίας- την πνευματικότητα, την ειρήνη και την δημοκρατία και εν γένει τις ευρωπαϊκές και πανανθρώπινες αξίες. Υιοθετούνται οι αξίες και οι θέσεις που αποτυπώνονται στην Magna Charta Universitatum, για τον ρόλο και την ευθύνη του πανεπιστημίου στην κοινωνία.
Τέλος εκφράζεται η φιλοδοξία, το ευρωπαϊκό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης – συνυφασμένο με τις ανωτέρω αξίες- να αποτελέσει πρότυπο μοντέλο που θα ασκεί έλξη σε όλο τον κόσμο, ανάλογη με την έλξη που ασκεί παγκόσμια και διαχρονικά ο ευρωπαϊκός πολιτισμός.
Στις διακηρύξεις γίνεται σαφής μνεία για τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, δηλαδή η ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση υπηρετεί την κοινωνία και τα συμφέροντά της, αναφέρεται σ’ αυτήν και ελέγχεται απ’ αυτήν.
Ενώ όμως, στο επίπεδο των διακηρύξεων της πολιτικής διακυβέρνησης, γίνεται σαφής αναφορά, για την βούληση που υπάρχει, να αποτελέσει το πανεπιστήμιο –εκτός από μοχλό ανάπτυξης- και τον θεματοφύλακα της πνευματικότητας και των πανανθρώπινων αξιών, στο επίπεδο της εξειδίκευσης, αυτή η πρόθεση δεν αποτυπώνεται πουθενά. Ενώ στις συναντήσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων, για την πρόοδο στην δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, γίνεται απολογισμός των βημάτων προόδου και τίθενται μετρίσιμοι στόχοι για την εναρμόνιση των σπουδών, την διασφάλιση της ποιότητας, την ανταποδοτικότητα, την σύντομη διάρκειά τους, κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται για την προώθηση δράσεων που θα προσδώσουν και θα διασφαλίσουν στην ανώτατη εκπαίδευση και στους αποφοίτους της τα χαρακτηριστικά της πνευματικότητας και της κουλτούρας.
Στις διακηρύξεις της Σορβόννης και της Μπολόνια, αποτυπώνεται με σαφή τρόπο η αναγκαιότητα να βασιστεί η μελλοντική ανάπτυξη της Ευρώπης και η θέση της στο διεθνές οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, πάνω στην ανώτατη παιδεία της. Διαπιστώνεται επίσης ότι αυτό, στις σύγχρονες παγκόσμιες πραγματικότητες, αποτελεί και τον μοναδικό τρόπο διαφύλαξης των οικονομικών και κοινωνικών κατακτήσεων της Ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Προς τούτο προτείνεται η πραγματοποίηση οικονομικών επενδύσεων και η εφαρμογή πολιτικών για την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (EHEA), για την διεύρυνση της πρόσβασης των Ευρωπαίων πολιτών και των πολιτών όλου του κόσμου σ’ αυτήν, και για την βελτίωση της ποιότητάς της.
Παράλληλα από τότε, σε όλες τις συναντήσεις εργασίας και τις διακηρύξεις που έγιναν και παρακολουθούν εξειδικεύοντας την πρόοδο για την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, γίνεται μνεία για την ανάγκη οικοδόμησης της Ευρώπης πάνω σε μία ανώτατη παιδεία που αποτελεί δημόσιο αγαθό και δημόσια ευθύνη, που θα στηρίζεται και θα προάγει –πέραν της επιστήμης και της τεχνολογίας- την πνευματικότητα, την ειρήνη και την δημοκρατία και εν γένει τις ευρωπαϊκές και πανανθρώπινες αξίες. Υιοθετούνται οι αξίες και οι θέσεις που αποτυπώνονται στην Magna Charta Universitatum, για τον ρόλο και την ευθύνη του πανεπιστημίου στην κοινωνία.
Τέλος εκφράζεται η φιλοδοξία, το ευρωπαϊκό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης – συνυφασμένο με τις ανωτέρω αξίες- να αποτελέσει πρότυπο μοντέλο που θα ασκεί έλξη σε όλο τον κόσμο, ανάλογη με την έλξη που ασκεί παγκόσμια και διαχρονικά ο ευρωπαϊκός πολιτισμός.
Στις διακηρύξεις γίνεται σαφής μνεία για τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, δηλαδή η ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση υπηρετεί την κοινωνία και τα συμφέροντά της, αναφέρεται σ’ αυτήν και ελέγχεται απ’ αυτήν.
Ενώ όμως, στο επίπεδο των διακηρύξεων της πολιτικής διακυβέρνησης, γίνεται σαφής αναφορά, για την βούληση που υπάρχει, να αποτελέσει το πανεπιστήμιο –εκτός από μοχλό ανάπτυξης- και τον θεματοφύλακα της πνευματικότητας και των πανανθρώπινων αξιών, στο επίπεδο της εξειδίκευσης, αυτή η πρόθεση δεν αποτυπώνεται πουθενά. Ενώ στις συναντήσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων, για την πρόοδο στην δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, γίνεται απολογισμός των βημάτων προόδου και τίθενται μετρίσιμοι στόχοι για την εναρμόνιση των σπουδών, την διασφάλιση της ποιότητας, την ανταποδοτικότητα, την σύντομη διάρκειά τους, κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται για την προώθηση δράσεων που θα προσδώσουν και θα διασφαλίσουν στην ανώτατη εκπαίδευση και στους αποφοίτους της τα χαρακτηριστικά της πνευματικότητας και της κουλτούρας.
4. Η αναπηρία στις σπουδές Τεχνολογικής κατεύθυνσης
Η κουλτούρα επιτρέπει στον άνθρωπο την ζωή με νόημα, την ζωή με αξιοπρέπεια. Είναι το ζωτικό σύστημα των ιδεών κάθε περιόδου και αυτές οι ιδέες δεν είναι απαραίτητα επιστημονικές στο σύνολό τους.
Εάν ανατρέξει κανείς στα προγράμματα σπουδών των Σχολών Τεχνολογικής κατεύθυνσης ή γενικότερα στα προγράμματα τα πέραν των ανθρωπιστικών σπουδών, θα βρει ελάχιστα –ή το πιθανότερο- καθόλου μαθήματα, που να προάγουν την κουλτούρα και την πνευματικότητα στους φοιτητές. Ακόμα κι εκεί που υπάρχουν τέτοια μαθήματα, είναι κυρίως μαθήματα κατ’ επιλογήν, με διακοσμητικό χαρακτήρα.
Συγκριτικά, ακόμα και με το μεσαιωνικό πανεπιστήμιο, το σύγχρονο πανεπιστήμιο έχει αναπτύξει υπερβολικά την επαγγελματική διδασκαλία και την έρευνα σε βάρος της διδασκαλίας και της μετάδοσης της κουλτούρας ή ακόμα και της πλήρους εγκατάλειψής της.
Γενικώς στις σπουδές δεν καλλιεργείται η αναγκαιότητα για φιλοσοφική προσέγγιση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Απουσιάζει παντελώς -έστω και σαν απόπειρα- η μέριμνα στα προγράμματα σπουδών, για δημιουργία κριτικής σκέψης και πνευματικότητας στον επιστήμονα, ικανότητες που καλλιεργούνται από μαθήματα επιστημολογίας, φιλοσοφίας, τέχνης και οικολογίας. Η ηθική ευθύνη του επιστήμονα, που καλείται να εποπτεύσει και να διαχειριστεί την μηχανή, είναι το μεγάλο ζητούμενο στις σπουδές.
Η κατάσταση αυτή προδιαγράφει αρνητικές συνέπειες, καθώς οι απόφοιτοι των ανωτάτων ιδρυμάτων που προορίζονται και καταλαμβάνουν γενικά καθοδηγητικούς ρόλους στις κοινωνίες μας, έχουν ένα σημαντικότατο έλλειμμα παιδείας που απορρέει από την μονοδιάστατη και στενά επαγγελματική εκπαίδευσή τους, την αποστερημένη από την ουσιαστική παιδεία και την βαθειά γνώση. Η έλλειψη αυτή, καθιστά τους αποφοίτους ανεπαρκείς στην αντιμετώπιση των μεγάλων ιδεών και των μεγάλων ζητημάτων της εποχής μας, επ’ ωφελεία της διαχείρισης της προσωπικής τους ζωής αλλά και της στελέχωσης της κοινωνικής αρχηγεσίας. Με άλλα λόγια η έλλειψη αυτή είναι αναπηρία και στην σύγχρονη εποχή μας ισοδυναμεί με την βαρβαρότητα.
Την ευθύνη γι’ αυτή την βαρβαρότητα την έχουν πρωτίστως τα πανεπιστήμια και δεν αντισταθμίζεται από την θαυμαστή πρόοδο που έχουν επιτελέσει στην πρόοδο της επιστήμης που υπηρετούν, καθ’ εαυτής.
Η κουλτούρα επιτρέπει στον άνθρωπο την ζωή με νόημα, την ζωή με αξιοπρέπεια. Είναι το ζωτικό σύστημα των ιδεών κάθε περιόδου και αυτές οι ιδέες δεν είναι απαραίτητα επιστημονικές στο σύνολό τους.
Εάν ανατρέξει κανείς στα προγράμματα σπουδών των Σχολών Τεχνολογικής κατεύθυνσης ή γενικότερα στα προγράμματα τα πέραν των ανθρωπιστικών σπουδών, θα βρει ελάχιστα –ή το πιθανότερο- καθόλου μαθήματα, που να προάγουν την κουλτούρα και την πνευματικότητα στους φοιτητές. Ακόμα κι εκεί που υπάρχουν τέτοια μαθήματα, είναι κυρίως μαθήματα κατ’ επιλογήν, με διακοσμητικό χαρακτήρα.
Συγκριτικά, ακόμα και με το μεσαιωνικό πανεπιστήμιο, το σύγχρονο πανεπιστήμιο έχει αναπτύξει υπερβολικά την επαγγελματική διδασκαλία και την έρευνα σε βάρος της διδασκαλίας και της μετάδοσης της κουλτούρας ή ακόμα και της πλήρους εγκατάλειψής της.
Γενικώς στις σπουδές δεν καλλιεργείται η αναγκαιότητα για φιλοσοφική προσέγγιση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Απουσιάζει παντελώς -έστω και σαν απόπειρα- η μέριμνα στα προγράμματα σπουδών, για δημιουργία κριτικής σκέψης και πνευματικότητας στον επιστήμονα, ικανότητες που καλλιεργούνται από μαθήματα επιστημολογίας, φιλοσοφίας, τέχνης και οικολογίας. Η ηθική ευθύνη του επιστήμονα, που καλείται να εποπτεύσει και να διαχειριστεί την μηχανή, είναι το μεγάλο ζητούμενο στις σπουδές.
Η κατάσταση αυτή προδιαγράφει αρνητικές συνέπειες, καθώς οι απόφοιτοι των ανωτάτων ιδρυμάτων που προορίζονται και καταλαμβάνουν γενικά καθοδηγητικούς ρόλους στις κοινωνίες μας, έχουν ένα σημαντικότατο έλλειμμα παιδείας που απορρέει από την μονοδιάστατη και στενά επαγγελματική εκπαίδευσή τους, την αποστερημένη από την ουσιαστική παιδεία και την βαθειά γνώση. Η έλλειψη αυτή, καθιστά τους αποφοίτους ανεπαρκείς στην αντιμετώπιση των μεγάλων ιδεών και των μεγάλων ζητημάτων της εποχής μας, επ’ ωφελεία της διαχείρισης της προσωπικής τους ζωής αλλά και της στελέχωσης της κοινωνικής αρχηγεσίας. Με άλλα λόγια η έλλειψη αυτή είναι αναπηρία και στην σύγχρονη εποχή μας ισοδυναμεί με την βαρβαρότητα.
Την ευθύνη γι’ αυτή την βαρβαρότητα την έχουν πρωτίστως τα πανεπιστήμια και δεν αντισταθμίζεται από την θαυμαστή πρόοδο που έχουν επιτελέσει στην πρόοδο της επιστήμης που υπηρετούν, καθ’ εαυτής.
5. Μια πρόταση
Από την προηγούμενη ανάλυση γίνεται φανερό ότι χρειαζόμαστε μία πνευματική δύναμη, ή οποία θα ενσωματωθεί στο σύστημα της επιστημονικής κοινότητας, ικανή να αυτοισορροπήσει την επιστημονική και τεχνολογική γνώση με την ηθική διάσταση, και να την ελέγξει ώστε να διασφαλίσουμε πιο ανθρωπιστικά αποτελέσματα για το μέλλον.
Ο Kurt Godel, στο θεώρημά του της «μη πληρότητας», λέει: “Δεν υπάρχει κανένα σύστημα γνώσης, διατυπωμένο σε ένα ορισμένο επίπεδο ανάλυσης, το οποίο να είναι ικανό να εξηγηθεί ολοκληρωτικά εντός αυτού του επιπέδου ανάλυσης. Πρέπει να έχουμε ένα μεταεπίπεδο γνώσης για να μπορούμε να το εξηγήσουμε ολοκληρωτικά.” Κατ’ αναλογία, μπορούμε να πούμε ότι το μεταεπίπεδο της γνώσης για την εξήγηση της επιστημονικής και της τεχνολογικής γνώσης, είναι η φιλοσοφία.
Το πανεπιστήμιο, όπως ιστορικά διαμορφώθηκε και περιγράφτηκε ανωτέρω, αποτελεί το σοβαρότερο όπλο της κοινωνίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της και καλείται να διαφυλάξει την ίδια, τις σταθερές και τις κατακτήσεις της. Για να ανταπεξέλθει σ’ αυτή την αποστολή πρέπει να αναβαθμίσει τον παραμελημένο σκοπό του, δηλαδή την παροχή κουλτούρας στους φοιτητές του, που μαζί με την επαγγελματική κατάρτισή τους και την επιστημονική έρευνα αποτελούν τους τρεις σκοπούς της ύπαρξής του.
Ο περιορισμός στην διάρκεια των σπουδών που επιχειρείται, στο όνομα της οικονομίας, σε συνδυασμό με την τεχνολογική εξέλιξη και την -όλο και μεγαλύτερη- συσσώρευση των γνώσεων που απαιτούνται στην άσκηση του επαγγέλματος, είναι φανερό ότι θα αποβεί σε βάρος –πρώτα και κύρια- της όποιας ανθρωπιστικής διάστασης έχει απομείνει στις σπουδές, με διαφαινόμενες τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν.
Προτείνεται η διαφοροποίηση στην ελάχιστη διάρκεια των βασικών σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, σε τέσσερα έτη, με παράλληλη μέριμνα ώστε το 25% του χρόνου των σπουδών να περιέχει υποχρεωτικά μαθήματα κουλτούρας (φιλοσοφίας, τέχνης, ιστορίας, επιστημολογίας, κ.λ.π) ισοδύναμης βαρύτητας με εκείνα της καθαυτό επαγγελματικής εκπαίδευσης του προγράμματος σπουδών. Δηλαδή η δομή των σπουδών να γίνει 4-5-8 αντί του 3-5-8 που προσπαθεί να επιβάλει η συμφωνία της Μπολόνια. Προφανής στόχος αυτής της μεταρρύθμισης και της ανακατανομής στην διάρκεια των σπουδών είναι η ανάπτυξη της πνευματικότητας στον φοιτητή, ισόρροπα με την παροχή επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων.
Παράλληλα η πιστοποίηση και η αξιολόγηση των σπουδών πρέπει να περιλάβει ισότιμα και την διάσταση της κουλτούρας που πρέπει το πανεπιστήμιο να προσδίδει στον φοιτητή – πολίτη – επιστήμονα –επαγγελματία. Όσο μας ενδιαφέρουν οι ερευνητικές επιδόσεις, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, όσο μας ενδιαφέρει η γρήγορη και η καλή επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων, άλλο τόσο πρέπει να μας ενδιαφέρει και η κουλτούρα τους. Η γνώση και η αφομοίωση της κουλτούρας πρέπει να αποτελέσει μία μετρίσιμη διάσταση της αξιολόγησης.
Από την προηγούμενη ανάλυση γίνεται φανερό ότι χρειαζόμαστε μία πνευματική δύναμη, ή οποία θα ενσωματωθεί στο σύστημα της επιστημονικής κοινότητας, ικανή να αυτοισορροπήσει την επιστημονική και τεχνολογική γνώση με την ηθική διάσταση, και να την ελέγξει ώστε να διασφαλίσουμε πιο ανθρωπιστικά αποτελέσματα για το μέλλον.
Ο Kurt Godel, στο θεώρημά του της «μη πληρότητας», λέει: “Δεν υπάρχει κανένα σύστημα γνώσης, διατυπωμένο σε ένα ορισμένο επίπεδο ανάλυσης, το οποίο να είναι ικανό να εξηγηθεί ολοκληρωτικά εντός αυτού του επιπέδου ανάλυσης. Πρέπει να έχουμε ένα μεταεπίπεδο γνώσης για να μπορούμε να το εξηγήσουμε ολοκληρωτικά.” Κατ’ αναλογία, μπορούμε να πούμε ότι το μεταεπίπεδο της γνώσης για την εξήγηση της επιστημονικής και της τεχνολογικής γνώσης, είναι η φιλοσοφία.
Το πανεπιστήμιο, όπως ιστορικά διαμορφώθηκε και περιγράφτηκε ανωτέρω, αποτελεί το σοβαρότερο όπλο της κοινωνίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της και καλείται να διαφυλάξει την ίδια, τις σταθερές και τις κατακτήσεις της. Για να ανταπεξέλθει σ’ αυτή την αποστολή πρέπει να αναβαθμίσει τον παραμελημένο σκοπό του, δηλαδή την παροχή κουλτούρας στους φοιτητές του, που μαζί με την επαγγελματική κατάρτισή τους και την επιστημονική έρευνα αποτελούν τους τρεις σκοπούς της ύπαρξής του.
Ο περιορισμός στην διάρκεια των σπουδών που επιχειρείται, στο όνομα της οικονομίας, σε συνδυασμό με την τεχνολογική εξέλιξη και την -όλο και μεγαλύτερη- συσσώρευση των γνώσεων που απαιτούνται στην άσκηση του επαγγέλματος, είναι φανερό ότι θα αποβεί σε βάρος –πρώτα και κύρια- της όποιας ανθρωπιστικής διάστασης έχει απομείνει στις σπουδές, με διαφαινόμενες τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν.
Προτείνεται η διαφοροποίηση στην ελάχιστη διάρκεια των βασικών σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, σε τέσσερα έτη, με παράλληλη μέριμνα ώστε το 25% του χρόνου των σπουδών να περιέχει υποχρεωτικά μαθήματα κουλτούρας (φιλοσοφίας, τέχνης, ιστορίας, επιστημολογίας, κ.λ.π) ισοδύναμης βαρύτητας με εκείνα της καθαυτό επαγγελματικής εκπαίδευσης του προγράμματος σπουδών. Δηλαδή η δομή των σπουδών να γίνει 4-5-8 αντί του 3-5-8 που προσπαθεί να επιβάλει η συμφωνία της Μπολόνια. Προφανής στόχος αυτής της μεταρρύθμισης και της ανακατανομής στην διάρκεια των σπουδών είναι η ανάπτυξη της πνευματικότητας στον φοιτητή, ισόρροπα με την παροχή επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων.
Παράλληλα η πιστοποίηση και η αξιολόγηση των σπουδών πρέπει να περιλάβει ισότιμα και την διάσταση της κουλτούρας που πρέπει το πανεπιστήμιο να προσδίδει στον φοιτητή – πολίτη – επιστήμονα –επαγγελματία. Όσο μας ενδιαφέρουν οι ερευνητικές επιδόσεις, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, όσο μας ενδιαφέρει η γρήγορη και η καλή επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων, άλλο τόσο πρέπει να μας ενδιαφέρει και η κουλτούρα τους. Η γνώση και η αφομοίωση της κουλτούρας πρέπει να αποτελέσει μία μετρίσιμη διάσταση της αξιολόγησης.
6. Συμπερασματικά
Τα Ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης, στον κόσμο και στην Ευρώπη ειδικότερα, από την φύση, την ιστορία και τον ρόλο τους, μπορούν και πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την επίλυση των προβλημάτων της ανθρωπότητας, τα οποία συσωρεύονται και λαμβάνουν τεράστιες διαστάσεις. Οφείλουν να προασπίσουν τα συμφέροντα της κοινωνίας, οπλίζοντας τους αποφοίτους τους με φιλοσοφική γνώση, κουλτούρα και ικανότητες κριτικής θεώρησης για την πορεία της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθώς και των επιπτώσεών τους στην ζωή του ανθρώπου και την ποιότητά της, την ζωή πάνω στον πλανήτη και το μέλλον της.
Αυτό μπορεί να πραγματωθεί με την μεταρρύθμιση των προγραμμάτων σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση –ειδικά των σπουδών τεχνολογικών κατευθύνσεων- και τον εμπλουτισμό τους με αντίστοιχα μαθήματα, τα οποία θα έχουν την ίδια σοβαρότητα με τα τεχνολογικά μαθήματα και θα συμμετέχουν ισότιμα στην αξιολόγηση της ποιότητας των προγραμμάτων σπουδών.
Η Ευρώπη, όχι μόνον έχει παγκόσμια και ιστορικά, τις καλύτερες προς τούτο υποδομές, έχει και το πρώτιστο υπαρξιακό συμφέρον να προασπίσει και να αναγάγει, μέσω του εκπαιδευτικού μοντέλου που προτείνεται, τις ευρωπαϊκές αξίες και τα κοινωνικά της κεκτημένα, σε κυρίαρχη ιδεολογία παγκοσμίως, αρκεί να το συνειδητοποιήσει εγκαίρως.
Εν κατακλείδι, η Ευρώπη πρέπει να επινοήσει ξανά τον ανθρωπισμό.
Τα Ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης, στον κόσμο και στην Ευρώπη ειδικότερα, από την φύση, την ιστορία και τον ρόλο τους, μπορούν και πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την επίλυση των προβλημάτων της ανθρωπότητας, τα οποία συσωρεύονται και λαμβάνουν τεράστιες διαστάσεις. Οφείλουν να προασπίσουν τα συμφέροντα της κοινωνίας, οπλίζοντας τους αποφοίτους τους με φιλοσοφική γνώση, κουλτούρα και ικανότητες κριτικής θεώρησης για την πορεία της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθώς και των επιπτώσεών τους στην ζωή του ανθρώπου και την ποιότητά της, την ζωή πάνω στον πλανήτη και το μέλλον της.
Αυτό μπορεί να πραγματωθεί με την μεταρρύθμιση των προγραμμάτων σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση –ειδικά των σπουδών τεχνολογικών κατευθύνσεων- και τον εμπλουτισμό τους με αντίστοιχα μαθήματα, τα οποία θα έχουν την ίδια σοβαρότητα με τα τεχνολογικά μαθήματα και θα συμμετέχουν ισότιμα στην αξιολόγηση της ποιότητας των προγραμμάτων σπουδών.
Η Ευρώπη, όχι μόνον έχει παγκόσμια και ιστορικά, τις καλύτερες προς τούτο υποδομές, έχει και το πρώτιστο υπαρξιακό συμφέρον να προασπίσει και να αναγάγει, μέσω του εκπαιδευτικού μοντέλου που προτείνεται, τις ευρωπαϊκές αξίες και τα κοινωνικά της κεκτημένα, σε κυρίαρχη ιδεολογία παγκοσμίως, αρκεί να το συνειδητοποιήσει εγκαίρως.
Εν κατακλείδι, η Ευρώπη πρέπει να επινοήσει ξανά τον ανθρωπισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου